κρυοῦ

κρυοῦ
κρυόομαι
to be icy-cold
pres imperat mp 2nd sg
κρυόομαι
to be icy-cold
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλίνα — η (Μ γλίνη) 1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών 2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα τού μαγειρικού σκεύους 3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα… …   Dictionary of Greek

  • θερμοσίφωνας — Ηλεκτρική συσκευή που ζεσταίνει και παρέχει επιτόπου ορισμένο όγκο νερού και είναι χρήσιμη για οικιακές ή παρεμφερείς χρήσεις. Οι θ. είναι δυνατόν να θερμαίνονται με στερεά, υγρά ή αέρια καύσιμα (ξύλα, κάρβουνα, πετρέλαιο, φωταέριο κλπ.), αλλά οι …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καταιόνηση — η (Α καταιόνησις) νεοελλ. η εξακόντιση κρύου ή θερμού ή εναλλασσόμενης θερμοκρασίας νερού στο σώμα για λόγους υγιεινής ή για θεραπευτικούς σκοπούς, κν. ντους αρχ. η πλύση με θερμό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιωνῶ. Ως επιστημον. όρος είναι απόδοση τού …   Dictionary of Greek

  • κρυάδα — (Μ κρυάδα) 1. το αίσθημα τού κρύου, το κρύο, η ψυχρότητα 2. κρυολόγημα στον πληθ. οι κρυάδες ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο νεοελλ. 1. ανατριχίλα, φρικίαση 2. μτφ. απροθυμία, αδιαφορία 3. μτφ. σαχλό αστείο («είπε πάλι τις κρυάδες του κι έφυγε») 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • παλουκοκαύτης — ο (για τον μήνα Μάρτιο) αυτός που, λόγω τού ξαφνικού κρύου, αναγκάζει τον κόσμο να καίει ακόμη και τα παλούκια επειδή έχουν εξαντληθεί κατά τον χειμώνα τα αποθέματα καυσίμων («Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παλούκι +… …   Dictionary of Greek

  • περόνιασμα — το, Ν [περονιάζω] 1. η διατρύπηση με πιρούνι 2. το έντονο αίσθημα κρύου ή υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • φυτοπαθολογία — Με την ευρεία έννοια του όρου, είναι η επιστήμη που μελετά τις παθήσεις των φυτών, οποιοιδήποτε και αν είναι οι παράγοντες που τις προκαλούν. Στην πράξη όμως, για διδακτικούς σκοπούς, οι ασθένειες που προκαλούνται από τα ζώα και ειδικά τα έντομα …   Dictionary of Greek

  • ψυχροποσία — η, ΝΜΑ [ψυχροπότης] πόση κρύου νερού και, γενικά, κρύων ποτών («τοῑς ἀκράτως ἔχουσι πρὸς ψυχροποσίαν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ψυχροφοβία — η, Ν ιατρ. παθολογικός φόβος τού ψύχους ή τού κρύου νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + φοβία (πρβλ. υψο φοβία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”